- ἔτετμον
- ἔτετμον, defective aor., 3 sing. ἔτετμε, τέτμε, subj. 2 sing. τέτμῃς: find, reach, Il. 6.374, Od. 15.15; fig., ὃν γῆρας ἔτετμεν, Od. 1.218.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
έτετμον — ἔτετμον και τέτμον (Α) (επικ. αόρ. β χωρίς ενεστ.) συνάντησα, βρήκα τυχαία («τὴν δ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῡσαν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέτμον] … Dictionary of Greek
ἔτετμον — τέτμον overtake aor ind act 3rd pl τέτμον overtake aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτμον — και ἔτετμον Α (επικ. αόρ. χωρίς ενεστ.) 1. κατέφθασα, έφθασα, βρήκα 2. έγινα μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τον αόρ. ενός αμάρτυρου ρ., σχηματισμένο με διπλασιασμό από μια μηδενισμένη βαθμίδα τμ (πρβλ. αόρ. ἔ πε φν ον, βλ. λ.… … Dictionary of Greek